ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Privilégier
Ελληνικά : Ευνοώ
Αγγλικά : Favour (to), Privilege (to)
Γερμανικά : Beguenstigen, Bevorzugen
Επιστροφή