ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Προνομιούχος
Αγγλικά : Privileged (person)
Γαλλικά : Privilégié(e)
Γερμανικά : Privilegiert
Επιστροφή