ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Privileged (person)
Ελληνικά : Προνομιούχος
Γαλλικά : Privilégié(e)
Γερμανικά : Privilegiert
Επιστροφή