ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Prévoir (loi)
Ελληνικά : Προβλέπει (νόμος)
Αγγλικά : Make provisions for (to)
Γερμανικά : Vorsehen
Επιστροφή