ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Prévoir
Ελληνικά : Προβλέπω
Αγγλικά : Forecast (to), Foresee (to), Provide for (to)
Γερμανικά : Erwarten, Voraussehen, Vorsehen
Επιστροφή