ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Δανειοδότης
Αγγλικά : Lender
Γαλλικά : Prêteur(euse)
Γερμανικά : Kreditgeber
Επιστροφή