ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Ισχυρίζομαι
Αγγλικά : Claim (to)
Γαλλικά : Prétendre
Γερμανικά : Behaupten
Επιστροφή