|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Teilnehmen
- Ελληνικά : Παίρνω μέρος σε διαγωνισμό, Συμμετέχω
- Αγγλικά : Go into competition (to), Participate (to), Participate in (to), Take part in (to)
- Γαλλικά : Entrer en concurrence avec, Participer, Prendre part à
Επιστροφή