ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Prestataire (adm)
Ελληνικά : Δικαιούχος παροχών ή επιδομάτων
Αγγλικά : Person receiving benefits or allowances
Γερμανικά : Berechtigte von Leistungen oder Beihilfen
Επιστροφή