ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Subventionierte
Ελληνικά : Επιδοτούμενος
Αγγλικά : Subsidize
Γαλλικά : Subventionné
Επιστροφή