ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Studium
Ελληνικά : Πανεπιστημιακές σπουδές, Υποχρεωτική φοίτηση
Αγγλικά : Compulsory schooling, University studies
Γαλλικά : Scolarité obligatoire, Universitaires (études)
Επιστροφή