ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Prématuré (adj)
Ελληνικά : Πρόωρος
Αγγλικά : Premature
Γερμανικά : Vorzeitig
Επιστροφή