ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Εισπράττω
Αγγλικά : Deduct (to)
Γαλλικά : Prélever
Γερμανικά : Einehmen
Επιστροφή