ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Prélever
Ελληνικά : Εισπράττω
Αγγλικά : Deduct (to)
Γερμανικά : Einehmen
Επιστροφή