|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Struktur
- Ελληνικά : Διάρθρωση, Διαρθρωτικός, Δομή, Δομικός
- Αγγλικά : Built-in, Structural, Structure, Structuring
- Γαλλικά : Édifice, Structural, Structuration, Structure, Structurel
Επιστροφή