ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Προηγούμαι
Αγγλικά : Precede (to)
Γαλλικά : Précéder
Γερμανικά : Vorausgehen
Επιστροφή