ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Précéder
Ελληνικά : Προηγούμαι
Αγγλικά : Precede (to)
Γερμανικά : Vorausgehen
Επιστροφή