ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Précédent (adj)
Ελληνικά : Προηγούμενος
Αγγλικά : Former, Previous
Γερμανικά : Früher, Vorhergehend
Επιστροφή