ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Strassenputzer
Ελληνικά : Οδοκαθαριστής
Αγγλικά : Street sweeper
Γαλλικά : Employé de la voirie
Επιστροφή