ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Θρησκευόμενος
Αγγλικά : Religious person
Γαλλικά : Pratiquant /e(n)
Γερμανικά : Religiöse
Επιστροφή