ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Religious person
Ελληνικά : Θρησκευόμενος
Γαλλικά : Pratiquant /e(n)
Γερμανικά : Religiöse
Επιστροφή