ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Pursue (to)
Ελληνικά : Καταδιώκω
Γαλλικά : Poursuivre
Γερμανικά : Verfolgen
Επιστροφή