ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Δυνητικός
Αγγλικά : Potential
Γαλλικά : Potentiel (adj)
Γερμανικά : Potenziell
Επιστροφή