ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Stehlen
Ελληνικά : Κλέβω, Υφαρπάζω
Αγγλικά : Steal (to), Usurp (to)
Γαλλικά : Usurper, Voler (dérober)
Επιστροφή