|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Toilet
- Ελληνικά : Αποχωρητήριο, Ντους και τουαλέτες (π.χ. σε κάμπινγκ), Τουαλέτα, Τουαλέτα (αγγλισμός)
- Γαλλικά : Cabinet (wc), Sanitaires (les), Water-closet, WC (water closets)
- Γερμανικά : Duschen und Toiletten (zB Camping), Toilet , Toilette
Επιστροφή