ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Polyéthylène
Ελληνικά : Πολυεθυλένιο
Αγγλικά : Polyethylene
Γερμανικά : Polyethylen
Επιστροφή