ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Spekulieren
Ελληνικά : Κερδοσκοπώ
Αγγλικά : Speculate (to)
Γαλλικά : Spéculer
Επιστροφή