ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Plastic
Ελληνικά : Εύπλαστος, Πλαστική ύλη, Πλαστικός
Γαλλικά : Plastique (adj), Plastique (n)
Γερμανικά : Formbar, Kunststoff, Plastik
Επιστροφή