ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Planting
Ελληνικά : Φύτευση
Γαλλικά : Plantation (action de planter)
Γερμανικά : Anpflanzung
Επιστροφή