ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Planifier
Ελληνικά : Προγραμματίζω
Αγγλικά : Plan (to), Schedule (to)
Γερμανικά : Planen, Programmieren
Επιστροφή