ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
skizzieren
Ελληνικά : Σχεδιάζω
Αγγλικά : Sketch (to)
Γαλλικά : Dessiner
Επιστροφή