ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
skalierte
Ελληνικά : Κλιμακούμενος
Αγγλικά : Spread
Γαλλικά : Échelonné
Επιστροφή