ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Sexistisch
Ελληνικά : Σεξιστικός
Αγγλικά : Sexist
Γαλλικά : Sexiste (adj.) (n.)
Επιστροφή