ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Selbständig
Ελληνικά : Αυτοαπασχολούμενος
Αγγλικά : Self-employed (to be), Set up one's own business (to)
Γαλλικά : Installer (s') à son compte, Travailler à son compte
Επιστροφή