ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Physique
Ελληνικά : Σωματική διάπλαση
Γαλλικά : Physique (n.) (d'une personne)
Γερμανικά : Körperbau
Επιστροφή