ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Peuplé(e)
Ελληνικά : Κατοικημένος
Αγγλικά : Populated
Γερμανικά : Bewohnt
Επιστροφή