ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Φυτοφάρμακο
Αγγλικά : Pesticide
Γαλλικά : Pesticide (n)
Γερμανικά : Pflanzenschutzmittel
Επιστροφή