ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Pesticide (n)
Ελληνικά : Ζιζανιοκτόνο, Φυτοφάρμακο
Αγγλικά : Pesticide
Γερμανικά : Herbizid, Pflanzenschutzmittel
Επιστροφή