ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Raw
Ελληνικά : Ακατέργαστος
Γαλλικά : Brut
Γερμανικά : Rohöl
Επιστροφή