ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Persistent
Ελληνικά : Επίμονος, Τακτικός
Γαλλικά : Persistant, Suivi (adj)
Γερμανικά : Beharrlich, Regelmäßig
Επιστροφή