ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Perquisitionner
Ελληνικά : Διεξάγω έρευνα, Ερευνώ
Αγγλικά : Carry out a search (to), Make a search (to)
Γερμανικά : Durchfuehren, Erforschen, Nachforschung anstellen, Untersuchen
Επιστροφή