ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Perpétuel(le)
Ελληνικά : Αιώνιος, Ακατάπαυστος, Συνεχής
Αγγλικά : Everlasting, Perpetual
Γερμανικά : Andauernd, Ewig, Pausenlos
Επιστροφή