ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Schließen (wegen Arbeit)
Ελληνικά : Κλείνω (λόγω εργασιών)
Αγγλικά : Close for alterations (to)
Γαλλικά : Fermer (pour travaux)
Επιστροφή