ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Μόνιμος
Αγγλικά : Permanent
Γαλλικά : Permanent(e) (adj)
Γερμανικά : Dauerhaft
Επιστροφή