ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Périodique (adj)
Ελληνικά : Εποχιακός, Περιοδικός
Αγγλικά : Periodic
Γερμανικά : Periodisch, Saison-
Επιστροφή