ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Boom
Ελληνικά : Περίοδος ευημερίας
Γαλλικά : Période de prospérité
Γερμανικά : Periode des Wohlstands
Επιστροφή