ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Périmé
Ελληνικά : Εκπρόθεσμο, Ξεπερασμένος, Παροχημένος
Αγγλικά : Out of date
Γερμανικά : Überfällig, Ueberholt, Veraltet
Επιστροφή