ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Perfectionner
Ελληνικά : Τελειοποιώ
Αγγλικά : Improve (to), Perfect (to)
Γερμανικά : Perfektionieren, Vollenden
Επιστροφή