|
ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ |
Μετάφραση του όρου : Schaden
- Ελληνικά : Βλάβη, Βλάπτω, Λεηλασία, Υλικές ζημιές
- Αγγλικά : Damage, Disadvantage (to), Harm, Harm (to do somebody ), Material damage
- Γαλλικά : Dégât, Déprédation, Désavantager, Dommage, Dommages matériels, Porter préjudice à
Επιστροφή