ΛΕΞΙΚΟ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
Μετάφραση του όρου :
Pensionner
Ελληνικά : Συνταξιοδοτώ
Αγγλικά : Pension (to)
Γερμανικά : Rente gewaehren
Επιστροφή